βροντάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροντάρα ἡ, Α.Ρουμελ. (Καβακλ. Καρ.) Μακεδ. - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. βροdάρα Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρα, δι᾿ ἣν ἰδ. -άρος.

Σημασιολογία

1) Μεγάλη, ἰσχυρὰ βροντὴ Α.Ρουμελ. (Καβακλ. Καρ.) ᾎσμ. Γιˬὰ πές μου πές μου, Γιάννη μου, ’πὸ πο͜ιὰ φυλὴ κρατε͜ιέσαι; - Ἡ μάννα μ᾿ εἶναι ἀστραπὴ κ’ οἱ χεῖρες μου βροντάρες 2) Παιδικὸν ἄθυρμα κατασκευαζόμενον ἐκ ξύλου κουφοξυλεˬᾶς, ἐντὸς τοῦ κοίλου τοῦ ὁποίου ἔμβολον πιέζον τὸν ἐν αὐτῷ ἀέρα ἐκτινάσσει μετὰ κρότου τὸ εἰς τὸ ἕτερον στόμιον συνήθως ἐκ χάρτου τοποθετούμενον σφαιρικὸν πῶμα Λεξ. Αἰν. Δημητρ. 3) Δισκοειδὲς παιδικὸν ἄθυρμα ἐκ λίθου ἢ κομβίου ἢ ἄλλου πράγματος φέροντος εἰς τὸ μέσον δύο ὀπάς, διὰ τῶν ὁποίων διέρχεται νῆμα κινοῦν περιστροφικῶς τὸν δίσκον Κεφαλλ. Συνών. βρόντος Α3, βρούζα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/