ἀχλώρατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχλώρατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχλώρατος ἐπίθ. Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. ἀχλώρατους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀχλώραστος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χλωρατὸς<χλωραίνω ἀμαρτ.

Σημασιολογία

1) ᾽Εκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει βλάστησις φυτικὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀχλώρατα βουνὰ Λεξ. Δημητρ. Ἀγλύκαντος κιˬ ἀχλώρατος νὰ γίνῃς! (ἀρά). Ἤπ. ᾿Αχλώρατη νὰ γέ'ς! αὐτόθ. 2) ’Εκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ χλωρανθῇ, νὰ μαρανθῇ, ἐν ἀραῖς Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/