ἀρμαθιˬαζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμαθιˬαζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμαθιˬαζω, ὁρμαθιˬάζω Κρήτ. ὁρμαθζω Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀρμαθιˬάζω κοιν. ἀρμαθιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. ἀρμαιˬθιˬάζου Πελοπν. (Μάν.) ἀρμαθιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρμαθζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀρμοθζω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀρματιάζου Μακεδ. ἀρμαδιˬάζω Κύπρ. Ρομαθιˬάζω Θρᾴκ (Σαρεκκλ. Σκοπ.) ρομαθιˬάζου Θρᾴκ. (Σουφλ.) ’ρμαθιˬάζω GHatzidakis Einleit. 74 ᾽ρμαθιˬάζ-ζω Σύμ. ’ρμαθκιˬάζω Ρόδ. ροbαθιˬάζω Θρᾴκ. (Μυριόφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρμαθιˬά. Πβ. καὶ μεσν. ὁρμαθίζω παρ᾿ Ἡσυχ. ἐν λ. πινακοπώλης. Τὸ ἀρματιˬάζου ἔχει τὸ τ’ ἀντὶ τοῦ θ κατὰ τὸ συνών. ραμματιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Συνείρω εἰς ὁρμαθόν, κάμνω ἀρμαθιˬά, ὁρμαθίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀρμαθιˬάζω σκόρδα-σῦκα κοιν. Ἀρμαιˬθιˬάζαμε τὰ σοῦκα Μάν. Ἀρμοθζω τζίρ (φουρνισμένα ἀπίδια) Χαλδ. Ἀρμαθζω μαργαριτάρ Κοτύωρ. ’Ερμαθσα τὰ φασούλ (ἀρμάθιασα κτλ.) Ὄφ. Τραπ. Ρομαθιˬάζει φλουράκιˬα Σκοπ. Ρομαθιˬάζου τοὺν καπνὸ Σουφλ. || Φρ. Εἶναι κόκκαλα ἀρμαθιασμένα (ἐπὶ τοῦ κατίσχνου) Ἤπ. Μοῦ τ᾿ ἀρμάθιˬασε ὅλα (μοῦ τὰ φόρτωσε ὅλα, ἀφῆκε τὴν φροντίδα ὅλων εἰς ἐμὲ) Πελοπν. (Αἰγιάλ.) || Παροιμ. Δὲν ἀρμαθιˬάζονται τὰ ψωμιˬὰ σὰν τὰ σῦκα (πρὸς ἀνόητον τὰ ἀδύνατα ἐπιδιώκοντα) Πελοπν. (Λάκων) || ᾊσμ. ...Καὶ τὰ φλουριὰ ἀρμαθιˬάζει, ἀρμάθιˬαζε ξαρμάθιˬαζε ἐννεˬὰ ἀρμαθοῦλλες κάνει, τσοὶ πέντε βάνει ᾿ς τὸ λαιμό, τσοὶ τέσσερεις ᾿ς τὸ χέρι Βιθυν. Ἀνάμεσα τρεῖς θάλασσες πύργος θεμελιˬωμένος κιˬ ἀπάνου κόρη κάθουνταν καὶ τὰ φλωριˬὰ ἀρμαθιˬάζει ΣΖαμπελ. ᾊσμ. δημοτ 748. Ἕνα ἕνα παίρν’ ὁ Χάρως κ᾿ ὕστερα τοὺς ἀρμαθιˬάζει Ρόδ. Συνών. ἀραδιˬάζω Α2, *ἀρμαθουλλιˬάζω 1. β) Βάλλω κατὰ σειράν, τοποθετῶ κατὰ τάξιν Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. Στερελλ. (᾽Αρτοτ.) κ.ἀ.: Ροbαθιˬάζω τοὶς κεραμίδες Μυριόφ. Ροbαθιˬάστηκαν ἑκατὸ ἄνθρωποι ἐκεῖ αὐτόθ. Ἀρμαθιˬάζουντι τὰ κρούσταλλα (παρατάσσονται κατὰ γραμμὴν οἰ παγοκρύσταλλοι τῶν στεγῶν) Στερελλ. (᾿Αρτοτ.) Οἱ νεˬὲς ἀρμαθιˬαστῆκα g’ ἐστέσα dὸ χορὸ Κρήτ. || Φρ. Ἀντρε͜ιωμένος ἔρχεται, ροῦπες ἀρμαθιˬαστῆτε (εἰρων. ἐπὶ τοῦ κομπάζοντος ὅτι εἴναι γενναῖος. ροῦπες=δρύες) Θρᾴκ. || ᾎσμ. Οἱ φτεῖρες ἐρμαθγουνταν κ᾿ ἐπέγ’ναν ᾿ς σοῦ Σουρβόγλου (οἱ ψεῖρες ἁρμαθιάζοντο καὶ ἐπήγαιναν εἰς τοῦ Σουρβόγλου Σκωπτικὸν ᾆσμ.) Τραπ.-Ποίημ. Εἶν᾿ ἀγριογίδιˬα ποῦ περνοῦν γοργὰ κιˬ ἀρμαθιασμένα, μπροστὰ μπροστὰ πάει τὸ τραγὶ ὁπ᾿ ὁδηγάει καὶ σέρνει ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,95. Συνών. ἀραδιάζω Α 1. γ) Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτὸ πράγματα καὶ κάμνω δέμα, δεματιάζω Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ.: Πάω ν᾽ ἀρμαθιˬάσω τὰ ξύλα νὰ τὰ κάμω τρακᾶ (φορτίον) Δημητσάν. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ὁρμαθιˬάζω, γίνομαι ὥριμος, ὡριμάζω (διὰ τὴν σημ. ταύτην ἰδ. ἀρμαθὸς 2) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/