ἀνάσυρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάσυρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάσυρτος ἐπίθ. Σύμ.-ΣΣκίπη Ἁγ. Βαρβάρ. 114 ἀνέσυρτος Κῶς Νίσυρ.-ΙΓρυπάρ. Σκαραβ 7 ’νέσυρτος Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνασυρτός τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ ἀ- στερητ. 2 α.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ ἀνασύρῃ, νὰ ἀντλήσῃ τι, ὁ πολὺ βαθύς, ἐπὶ φρέατος Νίσυρ.: ᾿Ανέσυρτο πηγάδι. Ἀντίθ. ἀνασυρτός Α3. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν, ἐπὶ ἄρτου Κῶς Ψωμιˬὰ ἀνέσυρτα. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἄνατε 1. 3) Ὁ μὴ καλῶς ἐψημένος, ἐπὶ ἄρτου Σύμ.: ψωμὶ ἀνάσυρτο. Συνών. ἀστράγγιστος, ὠμός, ἀντίθ. ᾽νεσυρμένος (ἰδ. ἀνασέρνω Β 3). Β)Μεταφ. 1) Ὁ μὴ ἀποκαλυφθείς, μυστικὸς, κρυφὸς ΙΓρυπαρ ἔνθ’ ἀν. : Κάλλη ἀνέσυρτα. 2) Ὁ μὴ περιπλανηθεὶς εἰς τὴν ξένην, ἄπειρος κοινωνικῶς Σσκίπης ἔνθ᾽ ἀν. : Ποιημ. Τὸ παλληκάρι τὸ ξανθὸ ποῦ ἡ ὡραία ἡ μαυρομμὰτα ἔκαμεν ὄνειρο γλυκὸ νὰν τὸ ἀποχτήσῃ, ἀλλο͜ιά της, το’ ’μπλεξε μέσ᾿ ’ς τὰ δίχτυˬα της ἡ ξενιτε͜ιὰ ‘ς τη στράτα καὶ τό ᾽συρε τ’ ἀνάσυρτο ’ς τὴν ἄχαρη φιλιˬά της. Συνών. ἄβγαλτος Α2, ἀγύριστος Α 5, ἀξέβγαλτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/