ἀχμάκης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχμάκης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχμάκης ἐπίθ., πολλαχ. ἀχμά’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀχμάκ'ς Ἴμβρ. Πόντ. (Τραπ.) ἀχμάχ’ς Πόντ. (Σάντ.) ἀχουμάκης Ἰκαρ. Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ρόδ. ἰ͜αχουμάκης Νάξ. (’Απύρανθ.) ἀχαμάκ-κης Κύπρ. ἀχμάχος Καππ. (Φάρασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ’Αραβοτουρκ. ahmak.
Σημασιολογία
Ι) Εὐήθης, βλὰξ ἔνθ᾽ ἀν.: Γνωμ. ᾽Αχμάκης ἄνθρωπος ζῷο μὲ δυὸ ποδάρια Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνογος. 2) ᾿Οκνός, νωθρός, βραδυκίνητος Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Βούρβουρ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀχμάκικος 2. 3) ᾽Ανεπιτήδειος, ἄπειρος Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. Κύπρ. - Λεξ. Δημητρ.: Σὲ τούν’ τὴ δουλε͜ιὰ στάθη dίπου ἀχμάκης Κουρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA