γεροντοκλωνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκλωνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντοκλωνιάζω ἀμάρτ. γερονdοκλωνιˬάζω Κάρπ. Λέρ. Ρόδ. ᾽ερονdοκλωνιˬάζω Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. κλωνιˬάζω.

Σημασιολογία

Γηράσκω καὶ ἀφίνω ἀπογόνους (ἡ μεταφορὰ ἐκ τῶν δένδρων, τὰ ὁποῖα ἡλικιούμενα ἀποκτοῦν νέους κλώνους) ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Σὰν τὸν ἀπλάτανον τῆς Κῶς νὰ γερονdοκλωνιˬάσῃ τὸ χρουσανdροϋνάκι μας, παιδιˬὰ παιδιˬῶν νὰ πιˬάσῃ Κάρπ. Τ᾽ ἀνdρούνομ bοὺ ᾽ίνηκε νὰ ζήσῃ νὰ γεράσῃ, σὰν τὸν ἀπλάτανον τῆς Κῶς νὰ ᾽ερονdοκλωνιˬάσῃ Κάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/