βρόντημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρόντημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρόντημα τό, πολλαχ. βρόdημα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βρόντεμα Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν.) βρόντεμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρόντ’μα Εὔβ. (Ἄκρ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) βρόντιγμα Ἀθῆν. Πελοπν. (Μάν.) - ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 121 - Λεξ. Δημητρ. βρόντιγμαν Πόντ. (Οἰν.) βρόνταμα Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βρόντημα. Ὁ τύπ. βρόντιγμα διὰ τὸ βροντίζω παρὰ τὸ βροντῶ.

Σημασιολογία

1) Βροντὴ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πολλὰ βροντέματα ἐγένταν (ἔγιναν) Τραπ. Ἔκ’σα ἕναν βρόντεμαν Χαλδ. || Ποίημ. Τρία ἀστροπελέκιˬα ἐπέσανε, ἕνα ᾿ξοπίσω ’ς τ' ἄλλο πολὺ κοντὰ ᾿ς τὴν κορασιˬὰ μὲ βρόντημα μεγάλο ΔΣολωμ. 147. Ξάφνου λάμψι ἀστραπῆς μ᾿ ἕνα βρόντιγμα χύνεται ΓΣρατήγ. ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ ἠχηρὸν κτύπημα πολλαχ. Ἔδωσε ἕνα βρόντημα τῆς πόρτας ποῦ εἶπα ὅτι τὴν ἔσπασε. 3) Ὁ ἐκ τῆς κρούσεως ἰσχυρὸς κρότος Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὸ πρῶτο βρόντιγμα ἔτρεξα καὶ τοῦ ἄνοιξα τὴν πόρτα. 4) Ἐκτίναξις, ὁρμητικὸν τίναγμα κατὰ γῆς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τσακων. – Λεξ. Δημητρ.: Ἔπχιˬασε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ’δωκε ἕνα βρόdημα χάμου ποῦ εἶπα ὅτι θ’ ἀνοίξῃ σὰ gαρπούζι Κίτ. Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/