ἀρμαθὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαθὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμαθὸς ὁ, ὁρμαθὸς Ἀντικύθ. Κρήτ. ἀρμαθὸς ᾽Ικαρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ὁρμαθός.
Σημασιολογία
1) Ὁρμαθὸς συνήθως σύκων Ἀντικύθ. ᾽Ικαρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμάθα 1. 2) Τὸ πολὺ ὥριμον σῦκον (κατ᾽ ἐπέκτασιν σημασιολογικήν, τὸ τοσοῦτον δηλ. ὥριμον, ὥστε νὰ εἴναι πλέον κατάλληλον ν᾽ ἀρμαθιασθῇ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,139) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA