ἀρμαθούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμαθούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμαθούλλα ἡ, Βιθυν. Ἤπ. (Τζουμέρκ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρμάθα ἢ ἀρμαθιˬὰ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

Μικρὸς ὁρμαθὸς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ἀνάμεσα τρεῖς θάλασσες πύργος θεμελιˬωμένος, νιˬὰ κόρη μέσα κάθουνταν καὶ τὰ φλουριˬὰ ἀρμαθιˬάζει, ἀρμάθιˬαζε ξαρμάθιˬαζε ἐννεˬὰ ἀρμαθοῦλλες φκε͜ιάνει, τοῖς πέντε βάζει ’ς τὸ λαιμό, τοὶς τέσσερεις ᾽ς τά χέριˬα Τζουμέρκ. Συνών. *ἀρμαθόπουλλον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/