βροντοδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντοδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντοδέρνω ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 21 - Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τοῦ ρ. δέρνω.
Σημασιολογία
Κτυπῶ ἰσχυρῶς, καταφέρομαι ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἐσήμαινα ὅλο ἐσήμαινα τὴ βροντερὴ καμπάνα γιˬὰ νὰ ξυπνήσω τῆς φυλῆς τὴ βάρυπνη ψυχή, μ’ ἕνα της χτύπο ἐδόξασα τ᾽ ἀλλοτινά σου, μάννα, καὶ μ᾿ ἄλλον ἐβροντόδερνα τὴν ἄδοξη ἐποχή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA