ἀρμαθουλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαθουλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμαθουλλιˬάζω, ὁρμαθουλλιˬάζω Κρήτ. ἀρμαθελλιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀρμαθουλλιˬά.
Σημασιολογία
1) Συνάπτω πολλὰ πράγματα εἰς ἕνα ὁρμαθόν. Συνών. ἀραδιˬάζω Α2, ἀρμαθιˬάζω 1. β) Μέσ. συσσωρεύω τι πρὸς ἐμαυτόν: Ἤπιασε καὶ τ’ ἀρμαθελλιˬάστηκε ὅλα τὰ σταφύλιˬα καὶ δὲν ἤφηκε ᾿ς τσ᾿ ἄλλους νὰ φάνε πρᾶμα. Ὅλα τὰ κυδώνιˬα τ᾿ ἀρμαθελλιˬάστηκε καὶ τὰ πῆρε. 2) Γίνομαι πολὺ ὥριμος ἐπὶ σύκων καταλλήλων πλέον ν᾽ ἀρμαθιασθοῦν (περὶ τῆς σημασιολογικῆς ἐξελίξεως ἰδ. ἀρμαθὸς 2): Ὡρμαθουλιˬάσα dὰ σῦκα. Ὡρμαθουλιˬασμένα σῦκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA