βροντοκούδουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντοκούδουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βροντοκούδουνο τό, ἀμάρτ. βροντοκούδ’νο Θρᾴκ. (Τσακίλ.) βροdοκούδουνο Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) βροdοκούδ’νο Θρᾴκ. (Μέτρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βροντοκούδουνον = εἶδος κωδωνίσκου. Ἰδ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 763 (ἔκδ. GWagner σ. 167) «μὲ βροντοκούδουνα πολλὰ καὶ ἄλλας εὐμορφίας».
Σημασιολογία
Εἶδος ἐδωδίμου μύκητος ὁμοίου κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς κωδωνίσκον ἔνθ᾽ ἀν.: Μάζωξα καυκαλῆτρες, βροντοκούδ’να καὶ τσατζαλάκιˬα νὰ τὰ μαγερέψω Τσακίλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA