ἀνασώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασώνω Χίος ἀνασώνου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀνισώνου Λεσβ ’νασών-νω Σύμ. ᾿νεσώνω Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σώνω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀνασῴζω.

Σημασιολογία

1) Προσθέτω τι εἰς τὸ ἐλλιπὲς καὶ συμπληρώνω τοῦτο ἔνθ’ ἀν. : ’Ελείπα λ-λιˬατάκια κ᾿ ἐνάσωσέν τα (ἔλειπον ὀλίγα κτλ.) Σύμ. Αὐτὸς σὰν ἔρθῃ και δῇ πῶς τά ᾿καμαν μισὰ τ᾽ ἀνασώνει Χίος ǁ ᾎσμ. Ἄλε τὸ νοῦ ’ς τὴ ζυαριˬά, ‘άλε, καμπάνισέ το, κιˬ ἂ λείπῃ ἀπὸ τὴ ζυαριˬά, ᾿άλε καὶ ᾽νέσωσέ το (’άλε=βάλε) Κάσ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἔρωφίλ. ἁφιέρωσ. στ. 89 «… πλῆθος ν᾽ ἀνασώσῃς | γυρεύγεις, μοῦ ᾽λεγε συχνιά, τσῆ θάλασσας τσῆ τόσης | μ᾿ ἕνα θολὸ κι ἁπόμικρο ποτάμι…». Συνών. ἀποσώνω. 2) Ἐπιρράπτω Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/