βροντολαλοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντολαλοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροντολαλοῦσα ἐπίθ. θηλ. ΣΣκίπη Προσφυγ. Καημ. 77.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βροντόλαλος καὶ, τῆς παραγωγικῆς καταλ -οῦσα, δι᾽ ἣν ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ λαλοῦσα βροντωδῶς, ἰσχυρῶς: Ποίημ. Καὶ ᾿ς τοῦ ὅπλου τοῦ ἀσταμάτητου τὴ σφαῖρα ὑψώνεται ἡ φωνὴ ἡ βροντολαλοῦσα, ἀέρα, ἀέρα, ἀέρα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/