βροντολαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντολαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντολαλῶ ΠΠαπαχριστοδ. Χαμέν. Κόσμ. 130 ΚΠαλαμ. 'Ασάλ. Ζωὴ3 183 Δωδεκάλ. Γύφτ.2 86 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. βρουντουλαλάου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βροντόλαλος.

Σημασιολογία

1) Παράγω βροντώδη ἦχον, ἀντηχῶ ἔνθ’ ἀν.: Βροντολάλησε καὶ τὸ πιστόλι καὶ ἡ καραμπίνα τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ τὴν Ἀνάστασι ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. Βρουντουλάλησ’ ἡ ρεματιˬά Ἄκρ. || Ποίημ. Καὶ ’ς τὰ λογγωμένα τους τὰ στήθηˬα μιˬὰ πλατε͜ιὰ καρδιˬὰ βροντολαλεῖ ΚΠαλαμ. Δωδεκαλ. Γύφτ.2 86. Συνών. βροντωλογῶ 1. 2) Τραγουδῶ μὲ ἰσχυρὰν φωνὴν Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) - ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. Ζωὴ3 183: Ποίημ. Καμπάνες προύντζινες θρησκεία βροντολαλοῦσαν ξένη, τ’ ἀρχαῖα ρημάδιˬα σώπαιναν καταφρονετικὰ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/