γεροντοκόπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκόπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντοκόπι τό, Τῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –κόπι, διὰ τὴν ὁποίαν βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 245 κ. ἑξ. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντοβόσκι.

Σημασιολογία

Γεροντομοίρι, ὃ βλ.: Τὸ ἀνώι τό ᾽χασε γιˬὰ γεροντοκόπι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/