ἀρμακᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμακᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμακᾶς ὁ, Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μέγαρ. Πάρ. Πελοπν. (Αἴγ. Αἰγιάλ. Ἀνδρίτσ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Μεσσ. Σουδεν. Τριφυλ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀραχ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ.-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 51 -Λεξ. Αἰν. ἄρμακας Θεσσ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀρμακᾶ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἕρμαξ. Διὰ τὸν καταβιβασμὸν τοῦ τόνου διὰ τὰ πολλὰ εἰς -ᾶς πβ. καὶ τὸ ὅμοιον χόχλακας-χοχλακᾶς. Περὶ τῆς λ. ἰδ. καὶ Κ Ἄμαντ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 104.
Σημασιολογία
1) Σωρὸς λίθων σχηματιζόμενος ἐκ τῶν ἐξαγομένων κατὰ τὴν καλλιέργειαν ἀγρῶν καὶ γενικώτερον πᾶς σωρὸς λίθων, ἔτι δὲ καὶ ξύλων κττ. Εὔβ Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Πάρ. Πελοπν. (Αἴγ. Αἰγιάλ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μεσσ. Σουδεν. Τριφυλ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν.: ᾽Εκοιμώτανε ἀπάνου τὸν ἀρμακᾶ Σουδεν. Σὰ θέ’ς πέτρις, πᾶρι ἀπ᾿ τοὺν ἀρμακᾶ Σκόπ. Τά ’καμα ἀρμακᾶ τὰ ξύλα-τὰ σκουτιˬὰ κττ. Σουδεν. Γιˬά τ᾽ρα ἕναν ἀρμακᾶ ξύλα ποῦ ἔχει! (γιˬά τ᾽ρα=γιὰ τήρα) Καλάβρυτ. Αὐτὴ ἡ ἰκκλησιὰ εἶνι τώρα ἀρμακᾶς, ᾿θάριˬα κὶ τίπουτα ἄλλου (μετεβλήθη εἰς σωρὸν ἐρειπίων) Αὶτωλ. Gριμιστῆκι κὶ γινῆκι ἀρμακᾶς (ἐκρημνίσθη καὶ ἔγινε σωρὸς λίθων) Σαμ. || Φρ. Τὰ μάζεψε ὅλα ἀρμακᾶ (τὰ συνεσώρευσε ὅλα) Αἰγιάλ. Συνών. τρόχαλος. β) Τοῖχος ἄνευ συνδετικῆς ὕλης χρησιμεύων συνήθως ὡς ἀνάλημμα πρὸς ὑποστήριξιν τῶν χωμάτων κατωφεροῦς ἀγροῦ Μέγαρ. Τσακων. κ.ἀ. Συνών. αἱμασιˬὰ 1, ἀρμάκι 1, πεζούλλα. γ) Ξερότοιχος χρησιμεύων ὡς διαχώρισμα ἀγροτικῶν κτημάτων Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. δ) Αὖλαξ χωρίζουσα ἀγροὺς (ἐπειδὴ καὶ ἡ αὗλαξ χρησιμεύει πολλάκις ὡς σύνορον τῶν ἀγρῶν, διὰ τοῦτο ἔγινεν ἡ σημασιολογικὴ ἐπέκτασις Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ε) Κοίτη αὔλακος ἢ ρύακος Πελοπν. (Καλαβρυτ) 2) Ἀγρὸς ἢ οἱονδήποτε ἄλλο ἀγροτικὸν κτῆμα περιωρισμένον διὰ τοίχου Πελοπν. (Λακων. Μάν.) 3) Βραχώδης κορυφὴ λόφου ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Ἤμουνα φτασμένος κατάνακρα ᾽ς τὀν κρεμὸ ἀπάνου σ’ ἕναν ἀρμακᾶ... κ’ ἐγὼ γκρεμίσθηκα κάτου ἀπὸ τὴν κορφὴ τοῦ ἀρμακᾶ. 4) Τόπος ἔνθα συσσωρεύονται λίθοι Σκόπ. κ.ἀ.: Ἀρμακᾶ τοὺν ἕκαμις τοὺν ἰλα͜ιῶνα μ’ κὶ ρίχ’ς τ᾿ς πέτρις Σκόπ. 5) Τὸ ξύλινον σύμπλεγμα τῆς στέγης οἰκίας τὸ ὑποβαστάζον τὰ κεραμίδια ἤ πλάκας αὐτῆς Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἄρμακας Ἴμβρ. Ἀρμακᾶς Πελοπν. (Πάτρ.) Σῦρ. Ἀρμακᾶδες Θρᾴκ. Ἀρμακᾶδις Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἄρμακα ἡ, Πελοπν. (Γύθ.) Πβ. ἀρμάκι, ἀρμακιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA