ἀρμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτεορ

Τυπολογία

ἀρμάκι τό, Κεφαλλ. Κρήτ. (Σφακ.) Πελοπν. (Καλάμ. Λακων. Μάν. Μεσσ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμακᾶς ἢ ἐξ ἀμαρτ. μεταγν. οὐσ. ἑρμάκιον ὑποκορ. τοῦ ἕρμαξ.

Σημασιολογία

1) Τοῖχος ἄνευ πηλοῦ χρησιμεύων ὡς ἀνάλημμα πρὸς ὑποστήριξιν τοῦ χώματος κατωφεροῦς ἀγροῦ Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμακᾶς 1β. 2) Τὸ διὰ σειρᾶς λίθων ἢ ὑψωμένου χώματος σύνορον ἀγροτικῶν κτημάτων Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάμ. Λακων. Μεσσ.) β) Τοῖχος ἢ φράκτης ἀγροτικοῦ κτήματος Πελοπν. (Λακων. Μάν.) 3) Μικρὸν ὕψωμα γῆς Κρήτ. (Σφακ.) 4) Μικρὸς ἀγρὸς ἢ λωρὶς ἀγροῦ Πελοπν. (Μάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Γύθ. Καλάμ.), κατὰ δὲ πληθ. Ἀρμάκιˬα Σύμ. Πβ. ἀρμακᾶς, ἀρμακιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/