ἀχνάδα (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνάδα (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχνάδα ἡ, (Ι) Βιθυν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,348 ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 145 -Λεξ. ΜἘγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχνὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

1) ᾿Ατμὸς ζέοντος ὑγροῦ Βιθυν. - Λεξ. ’Ελευθερουδ. Δημητρ.: Ἡ ἀχνάδα τῆς σούππας Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄχνα 1. β) Ἡ διὰ τοῦ ἀτμοῦ φερομένη ὀσμὴ φαγητοῦ Βιθυν.: 'Απὸ τὴν ἀχνάδα τὸ κατάλαβα τὸ φαεῖ ποῦ βράζεις Βιθυν. Συνών. ἄχνα 1β.) Ὁμίχλη Θρᾴκ. (Αἶν.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἔπεσε ἀχνάδα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄχνα 1γ. δ) ᾿Αραιὸν νέφος Λεξ. Δημητρ.: Ἁπλώνονταν ’ς τὸν οὐρανὸ ἀχνάδες, χινοπωριˬάτικα μηνύματα. ε) Καπνὸς ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Σὰ μυστικὸ ξημέρωμα | τοῦ λιβανιˬοῦ οἱ ἀχνάδες, ἀνάψαν οἱ λαμπάδες | κιˬ ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιˬές. 2) Ὁ ἐκ τῶν πνευμόνων ἐκπνεόμενος ἀὴρ Ἤπ. Σάμ. κ.ἀ. Συνών. ἄχνα 2. 3) Ἐλαφρὰ πνοή. ἀσθενέστατος ἦχος͵͵ Ἠπ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. – Λεξ. ΜἘγκυκλ.: Φρ. Παίρνω ἀχνάδα (ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι) Ἤπ. || Ποίημ. ...Ἡ Λευκάδα τὸν εἶχε πολεμάρχο της χωρὶς νὰ πάρῃ ἀχνάδα ξένος κἀνεὶς τοῦ μυστικοῦ ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄχνα 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/