βρόντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρόντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βρόντος ὁ, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν.) βρόdος πολλαχ. βρόντους βόρ. ἰδιώμ. βροῦντος Κύπρ. φροῦντος Κύπρ. βρόντε Τσακων. βρόντος τό, Σκῦρ. Χίος. βρόdος Ἄνδρ. βρόdους Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Μαρών.) Ἴμβρ. βρόντα ἡ, Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βροντῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βοτανίζω – βότανος, θερίζω - θέρος, τρυγῶ - τρύγος κττ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Βροντὴ 1, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Ἀκούεται τὸ βρόdος Ἄνδρ. Φουβοῦμι τοὺ βρόdους Ἴμβρ. Μὶ τοὺ βρόdους χάνουντι τὰ χέλυˬα ἀπ᾽ τοὺ ταλιˬά’ (ἰχθυοτροφεῖον) Θρᾴκ. (Μαρών.) Ἔδιωξε τὸ σκάθαρο, τὸν πόντικα καὶ τὴν κακὴν ἀκρίδα, τὰ ἔστειλε ᾿ς τὸ βρόντο καὶ ’ς τὸν πόντο καὶ ’ς τὸν ἔρημο τὸν κόσμο (ἐπῳδ.) Πελοπν. (Μανιάκ.) 2) Μέγας κρότος ἢ θόρυβος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν.): Βρόντος τοῦ κανονιˬοῦ - τοῦ τουφεκιˬοῦ - τοῦ σπιτιˬοῦ ποῦ πέφτει κττ. Ὁ βρόντος, τῶν κουδουνιˬῶν ὁ λάλος ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,236 Ἄκ᾿σαν τὴ βρόντα ἀπ᾿ τ’ ἄλογο (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. || Φρ. ’Σ τὸ βρόντο (ἐπὶ ματαίῳ, οἷον μιλάει – πάει - ρίχνει ᾿ς τὸ βρόντο. Ἡ φρ. ἀπὸ τῆς γλώσσης τῶν παλαιοτέρων πολεμιστῶν, οἵτινες πολλάκις ἐπυροβόλουν 'ς τὸ βρόντο, ἤτοι κατὰ προσέγγισιν πρὸς τὸ μέρος, ὅθεν ἠκούετο ἡ ἐκπυρσοκρότησις τοῦ ἐχθρικοῦ ὅπλου. Πβ. καὶ φρ. ρίχνω ’ς τὴ φωτιˬά. Διὰ τὴν σημ. ἰδ. ΓΒλαχογιάνν. ἐν Προπυλ. 1, 107) κοιν. Θὰ πιˬῶ κρασὶ ποῦ θὰ πάῃ ᾿ς τοὺ βρόντου (θὰ πιῶ πολὺ κρασὶ καὶ θὰ ξεφαντώσω) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πῆγαν ὅλα τοῦ βρόντου Λεξ. Βλαστ. 509. || Παροιμ. Κούφιˬος πλάτανος, βρόdος μεγάλος (ἐπὶ κούφων ἀνθρώπων, οἵτινες προκαλοῦν θόρυβον περὶ τοῦ ἀτόμου των) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Τὰ κούφιˬα βαρέλιˬα κάν’να βρόdο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Βρόντους πουλὺς κ᾽ ἡ μύξα τρεῖς παράδις (πολὺς θόρυβος διὰ τὸ τίποτε) Μακεδ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος δὲ θέλει βρόdους ᾿ς τὸ χαρκιδε͜ιὸ δὲ bάει Κρήτ. || Ποίημ. Χωρὶς νὰ λαχταριˬάζεται ᾿ς τὸ βρόντο τοῦ πολέμου καὶ νὰ τοῦ κόβῃ τὴ λαλιˬὰ τοῦ Χάρου ἡ τρομάρα ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 19. β) Ἡ πορδὴ Πελοπν. (Γορτυν.): Γνωμ. Γέρου βρόντο μὴν ἀκοῦς, λόγο ν᾿ ἀκούς. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀριστοφ. Νεφέλ. 394 «ταῦτ᾽ ἄρα καὶ τὼ ὀνόματ’ ἀλλήλοιν βροντὴ καὶ πορδὴ ὁμοίῳ». γ) Οἱοσδήποτε θόρυβος ἢ ψόφος πολλαχ.: Γρατσ’ νάει ἡ γάττα, γιˬ᾿ αὐτὸ ἀιˬκούς βρόντου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Συνεκδ. εἶδος παιδικοῦ ἀθύρματος, μικρὰ πλὰξ ἢ κομβίον ἢ τεμάχιον φελλοῦ διαπεπερασμένον διὰ συνεστραμμένου νήματος καὶ στρεφομένου περὶ ἑαυτό, ὅταν ὁ παῖς σύρῃ τὸ νῆμα Κύπρ. Συνών. βροντάρα 3, βρούζα. Β) Μεταφ. 1) Πληγή, κτύπημα σύνηθ.: Τοῦ ᾽δωκε ἕνα γερὸ βρόντο σύνηθ. || Φρ. Ἀπὸ κλότσο σὲ βρόντο (ἐπὶ τοῦ ὑφισταμένου διαρκῆ κακομεταχείρισιν, οἶον: τὴν εἶχε ’ς τὸ στομάχι ἀπὸ μικρὴ καὶ τὴν πήγαινε ἀπὸ κλότσο σὲ βρόντο ΓΞενοπουλ. Τὸ Ζακυθ. Μαντήλ. 105) πολλαχ. β) Ἠθικὸν κτύπημα, ἐγκατάλειψις Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τώρᾳ π᾿ γί’καν τρανὰ τὰ πιδιˬά τ᾿ τὄδουκαν ἕνα βρόντο κὶ πάν ’ς τὴ δ᾽λει͜ά τ᾿ς. 2) Ἀπότομος, βιαία πτῶσις μετὰ κρότου πολλαχ.: Ἔφαγα ἕνα βρόντο ποὺ τσακίστηκα Λεξ. Δημητρ. 3) Ἐπίπληξις πολλαχ.: Τὄδουκι ἕνα βρόντου οὑ δάσκαλους αὐτ’νοῦ τοῦ πιδιˬοῦ (τὸ ἐπέπληξε αὐστηρὰ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοῦ χρειάζεται ἕνας βρόντος γιˬὰ νὰ μὴν τὸ ξανακάμῃ Λεξ. Δημητρ. 4) Κατάπληξις, φόβος Ρόδ. 5) Φήμη Κέρκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Λένι πῶς σκουτώθ’κε ’ς τοὺν πόλιμου, ἀλλὰ βρόντους ἦταν Αἰτωλ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Βρόντος Εὔβ. (Χαλκ.) Βρόdος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁγιάννης τοῦ Βρόντου Εὔβ. (Πηγαδάκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/