βροντότριχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντότριχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροντότριχα ἡ, Εὔβ. (Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Ἤπ. Μακεδ. (Βέρ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Φεν.) Χίος - ΚΠαπαγιάνν. Παραμύθ. 66 - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. βροdότριχα Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βασαρ. Μάν.) Σέριφ. βρουντότριχα Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Ἤπ. Στερελλ. (Λεπεν.) βοντότριχα Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) βουντότριχα Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ τρίχα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὀρολογ. Δημώδ. 1 (1941) 16 κἑξ. Ὁ τύπος βοντότριχα ἀνομοιωτικῶς.

Σημασιολογία

1) Σκώληκες τῆς τάξεως τῶν ἑλμίνθων γεννώμενοι κατὰ λαϊκὴν παράδοσιν ἐκ τῶν ὑδάτων ἀπὸ βροντῆς, παράσιτα προξενοῦντα τὴν νόσον ἑλμινθίασιν, συνών. λεβίθα, ἰδίως α) Ἀσκαρὶς ἡ σκωληκοειδὴς (ascaris lumbricoides) τοῦ γένους τῶν νηματωδῶν ἑλμίνθων, παράσιτον τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος ἔνθ᾽ ἀν. β) Δίστομον τὸ ἡπατικὸν (distomum hepaticum) τῶν πλατυελμίνθων, παράσιτον τοῦ ἥπατος παράγον θανατηφόρον νόσον τῶν χορτοφάγων ζῴων ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀβδέλλα 2 β, ἀβδέλλιˬασμα 2. γ) Ὀξύουρος ὁ σκωληκόμορφος (oxyurus vermicularis) τῶν νηματωδῶν ἑλμίνθων παράγων ἐντερικὴν νόσον τῶν παίδων ἔνθ’ ἀν. δ) Ταινία ἡ μονήρης (taenia solium) τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος ἔνθ’ ἀν. 2) Αἱ χονδραὶ καὶ βραχεῖαι τρίχες ἀνάμεικτοι μετὰ τοῦ λεπτοῦ ἐρίου τῶν προβάτων Εὔβ. (Κουρ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/