γεροντοκόρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκόρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντοκόρος ὁ, σύνηθ. γεροdοκόρος Πελοπν. (Ξεχώρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γεροντοκόρη.

Σημασιολογία

Ἀνὴρ περασμένης ἡλικίας παραμείνας ἀνύπανδρος σύνηθ.: Δὲν ἐπῆρε καμίνιˬα νὰ παντρευτῇ κ᾽ ἔμεινε γεροντοκόρος Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὁ καψερὸς ὁ Σωκράτης μὲ τόσες ἀδερφάδες ἔμεινε γεροdοκόρος Πελοπν. (Ξεχώρ.) Συνών. εἰς λ. γεροντογιός. β) Μεταφ., ἄτομον παράξενον καὶ δύστροπον σύνηθ.: Ἄς ᾽τονε φτούνονε τὸ γεροντοκόρο κˬι ἄς τὰ βάνῃ μὲ τὰ ροῦχα του (ἄς ἐρίζῃ μόνος του) Πελοπν. (Μεσσην.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/