ἀρμακόβολα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμακόβολα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμακόβολα τά, ἀμαρτ. ἀρμακόβουλα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρμακᾶς καὶ βόλι ἢ βόλος.
Σημασιολογία
Τὰ ἀποβαλλόμενα διὰ κοσκινίσματος σκύβαλα τοῦ σίτου (ἡ λ. θὰ ἐσήμανε κατ᾿ ἀρχὰς μόνον τὰ μικρὰ χαλικάκια τὰ ἀποχωριζόμενα τοῦ σίτου καὶ ἀκολούθως ἐδήλωσε κατ’ ἐπέκτασιν ὅλα τὰ σκύβαλα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA