γεροντοκούβεντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκούβεντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντοκούβεντο τό, ἀμάρτ. γιρουντουκούβιντου Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. κουβέντα.

Σημασιολογία

Μακρὰ καὶ ἀτελείωτος συζήτησις γερόντων: Ἔστ᾽ σαν τοὺ γιρουντουκούβιντου κ᾽ ἰννιˬὰ ἔ᾽ οὑ μῆνας (ἄρχισαν ἀτελείωτον συζήτησιν ἀδιαφοροῦντες διὰ τὴν ἐργασίαν των).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/