βροντοτριχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντοτριχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντοτριχιˬάζω ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρουμελ. 9 καὶ 61. βροdοτριχιˬάζω Κρήτ. βρουντουτριχιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) βουντουτριχιˬάζου Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροντότριχα.
Σημασιολογία
1) Προσβάλλομαι ἀπὸ βροντότριχα, ἐπὶ βοσκημάτων Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Κρήτ. 2) Ἀποκτῶ ἁδρὸν τρίχωμα, χονδρὰς τρίχας, ἐπὶ γεγηρακότων αἰγοπροβάτων Στερελλ. (Αἰτωλ.) - ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ προβατῖνα γεράοντας βροντοτριχιˬάζει ΔΛουκοπ. ἔνθ’ ἀν. 61
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA