ἀνάτελμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάτελμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάτελμα τό, Πελοπν.(Γορτυν.)-ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 128-Λεξ. Βλαστ. ἀνάτιλμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Αρτοτ. Ναύπακτ.) ἀνατείλημα Κύπρ. ἀνατόλημα Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνάτελμα. Ὁ τύπ. ἀνατείλημα κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἄορ. τῆς ὑποτακτ. ἀνατείλω, ὁ δὲ ἀνατόλημα κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἀνατολή.
Σημασιολογία
1) Ὁ περὶ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου χρόνος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καὶ τὴν αὐγὴ ᾽ς τ᾽ ἀνάτελμα θά ’βγω νὰ σὲ ρωτήσω Γορτυν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον Μορ Η στ. 4711(ἔκδ. JSchmitt) «ὥρα ἀνατελμάτου» Συνών. λιˬοβάρεμα. β) Ἐπιρρηματ. κατὰ τὴν ἀνατολὴν Στερελλ.(Ναύπακτ.): Ἅμα λαλήσ’ ἡ κόττα ἀνάτιλμα ἡλιˬοῦ, θὰ πιθάν’ κάπο͜ιους συγγινής. 2) Τὸ μέρος ὅθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἀνατολὴ ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα σωρὸ ὀνόματα ἀκοῦς, ἄλλα κατὰ τὸ βορεˬὰ κιˬ ἄλλα ἀνάτελμα ἡλιοῦ. Συνών. ἀνατολὴ 2, ἀνατολίτσα, ἀνατολούλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA