ἀνατίναγμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατίναγμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνατίναγμα τό,πολλαχ.ἀνατίναγμαν Πόντ.(Κερασ.) ἀνατίνγμαν Πόντ (Χαλδ.) ἀνατίναμαν Κύπρ. ἀνατίνασμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀντίναμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνατινάζω.

Σημασιολογία

1) Διάσεισις τίναγμα. Κύπρ.: Εἶντ’ ἀνατίναμαν ἔν᾽ ποῦ ᾿καμες τὸ ροῦχον! Συνών. ἀνατάραμα 2, τίναγμα. 2) Ἡ ἐκ τρόμου ἀναπήδησις, ἐκπτόησις πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Τ᾽ ἀχπάραγμαν φέρ’ ἀνατίνγμαν (ἀχπάραγμαν =ξύπασμα) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/