γεροντοκρίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκρίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντοκρίνω ἀμάρτ, γεροντοκρένω Εὔβ. (Ψαχν.) γιρουdουκρένου Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. κρίνω.

Σημασιολογία

1) Λέγω τι ἀπερισκέπτως ὠς γέρων μὲ ἠλαττωμένην τὴν διάνοιαν Εὔβ. (Ψαχν.) Σάμ.: Ρέ, σεῖς τί κάνετ᾽δῶ; - Νά, δῶ γεροντοκρένομ᾽ Ψαχν. Τί γεροντοκρένετ᾽ σεῖς αὐτοῦ; (χλευαστικῶς πρὸς νέους συζητοῦντας) αὐτόθ. 2) Κατακρίνω τινὰ ὡς ἀνόητον γέροντα Σάμ.: Δὲ θέλου νὰ μὶ γιρουdοκρέν᾽νι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/