ἀνατολικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατολικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνατολικὰ ἐπιρρ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Χαλδ.) ἀνατουλικὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀνετολικὰ ᾿΄Ανδρ. (Κόρθ) Ακρήτ Νάξ. (᾿Απύρανθ. Σαγκρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνατολικός

Σημασιολογία

1) Πρὸς ἀνατολὰς κοίν. καὶ Καππ. Ποντ (Χαλδ): Γυρίζω ἀνατολικὰ κοιν. Κάνει τὸ σταυρό του ἀνατολικὰ Κρήτ. Μῆλ.ǁ ᾊσμ. Στέκομαι ἀνετολικὰ τσαὶ κάνω τὸ σταυρό μου Κόρθ. ᾽Υρίσετ’ ἀνατολικά, κάμετε τὸ σταυρό σας, γιˬατί ’φτασε τὸ τέλος σας κ᾿ ἦρθε τὸ τέρμινό σας (’υρίσετ' = γυρίσετε) Κάσ. Συνών. προσηλιˬακά, ἀντίθ. ἀποσκιˬερά β) ᾿Εξ ἀνατολῶν Νάξ. (Σαγκρ.): Τὰ νερὰ ἔρχονται πάντοτε ἀνετολικὰ (νερὰ = βροχαί). 2) Ἐπὶ τῆς ᾿Ανατολῆς, ἤτοι τῆς Μ.᾿Ασίας Κωνπλ.: Τὸ δεῖνα χωριˬὸ πέφτει ἀνατολικά. ’Αντίθ. Ρουμελικά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/