ἀχνάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχνάζω ἀμάρτ. ’χνάζου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνα.
Σημασιολογία
Πνέω ἀσθενῶς, ὀλίγον, ἐπὶ ἀνέμου: Κόπ’κι ἡ--άγέρας κι᾿ δὲ 'χνά' καθόλ'. Συνών. ἀχνίζω
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA