ἀρμασία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμασία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμασία ἡ, Ἀπουλ. ἀρμασιˬὰ Κύπρ. ἀρμαὰ Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρμασία.

Σημασιολογία

1) Γάμος Ἀπουλ. Κύπρ.: Τὴν ἀρμασία νὰ κάμω ᾿βὼ Ἀπουλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,54 (ἔκδ. RDawkins) «νὰ δώσουν διὰ τὴν ἀρμασίαν τῶν δύων του ἀδελφάδων τετρακοσίες χιλιάδες ὀνομίσματα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρμα (Ι) 1. 2) Τὸ ὑπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ἐκδιδόμενον ἔγγραφον ἀδείας γάμου Κύπρ.: Θὰ πάω νὰ βκάλω τὴν ἀρμαάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/