ἀνατρανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατρανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατρανίζω Ἤπ. Ρόδ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,147 ἀνετρανίζω Χίος ᾿νετρανίζω Τῆλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνατρανίζω.
Σημασιολογία
1)Ὑψώνω τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ ἴδω τι, ᾶναβλέπω Τῆλ.Χίος : ᾊσμ. ’Νετράνισε τὰ μάτιˬα σου καὶ δέ με ἀγάλη γάλη κιˬ ἂν δὲν σ’ ἀρέσω, ἀγάπη μου, χαμήλωσέ τα πάλι Τῆλ. Ἐγύρισα νὰ τὴνε δῶ τὴν ἀγαπῶ ’ς τὰ μάτιˬα κ’ ἐκείνη τἀ ᾿νετράνισε καὶ μ’ ἔκαμε κομμάτιˬα αὐτόθ. Ἡ σημ. και μεσν Πβ. ᾿Ιμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 190 (ἔκδ. SLambros σ. 250) «πῶς ν᾿ ἀποθάνω ὀρφανὸς καὶ σὺ νὰ μηδὲν εἶσαι, | ν᾿ ἀνατρανίσω ἀπάνου μου καὶ σὲ νὰ μηδὲν ἴδω ) 2) ᾿Εξετάζω τι προσεκτικῶς Ἤπ.-ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. : Τὸν ἀνατράνισε ἀπὸ τὴν κορφὴ ὥς τὰ πόδιˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ἀν. Πβ. ἀνεντρανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA