ἀνατρανώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατρανώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατρανώνω Πελοπν. (Λακῶν)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τρανώνω.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι τρανός, αὐξάνομαι εἰς ἡλικίαν : Ἀνατράνωσε ὁ δεῖνα. Συνών. μεγαλώνω. 2) ᾿Αναλαμβάνω ἐκ νόσου, γίνομαι καλύτερα : Τὸ παιδὶ ἀνατράνωσε. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακαρώνω (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA