ἀρμαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμαστὸς ὁ, Ἀμοργ. Ἀστυπ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἰκαρ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κῶς Λέρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σέριφ. Σύμ. Τῆλ. Τῆν. κ.ἀ. ἀρμοστὸς ’Ιων. (Κρήν. κ.ἀ.) Καρ. (Μοῦγλ.) Κῶς Λῆμν. Ρόδ. κ.ἀ. Θηλ. ἐρμάστη Ἀπουλ. (Μαρτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ὁρμαστός. Ὁ τύπ. ἀρμοστὸς ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀρμόζω.

Σημασιολογία

1) Μνηστὴρ ἢ ἐραστὴς ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀρμαστή dου τοῦ τό ᾽δωκε ᾽κε͜ιονὰ τὸ μεdηλάκι Κρήτ. ’Κεινηˬὰ θὰ πά’ πάρῃς ἁποὺ τὴν εἶχε ὁ πρῶτος τση ἀρμαστὸς δυˬὸ χρόνους καὶ τὴν ἐκουκούριζε; (ἐρωτοτρόπει μαζί της) αὐτόθ. || Φρ. Σὰν τὀν ἀρμαστὸν μὲ τὴν ἀρμαστὴν Κάρπ. || ᾊσμ. Μιὰ κόρη ρόδα μάζωνε κιˬ ἀθ-θὸν ἐκοκ-κολόα νὰ κάμῃ φούνταν φουντωτὴν νὰ στείλῃ τ᾿ ἀρμαστοῦ της Κῶς Νὰ βγῇ ἄκουσμα ’ς τὴ γειτονιὰ καὶ ’φήημα ’ς τὴ χώρα καὶ ᾿ς τ᾽ ἀρμαστοῦ μου τὴν αὐλὴ βάκρυˬα καὶ μοιρολόγιˬα (’φήημα=φήμη, ἀφήγημα, βάκρυˬα=δάκρυα) Τῆλ. Ἡ νύφ-φη κάθεται καλὰ ’ς τὸν νυφ-φικὸν παστόν της μαζὶ μ’ ἐκεῖνον ποῦ ᾽λεγε πρωτύτερ’ ἀρμοστόν της Κῶς Γιˬὰ πές μου πο͜ιὸς σὲ πότισε φαρμάκι μαγεμένο κ᾽ ἤκαμες ἄλλο ἀρμαστό, πουλλί μ᾿ ἀγαπημένο; Κρήτ. 2) Θηλ. ἐρμάστη, νεόνυμφη Ἀπουλ. (Μαρτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/