ἀχνατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχνατεύω ἀμάρτ. ἀχνατεύου Ἴμβρ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνᾶτος.
Σημασιολογία
1) Διὰ πλύσεως κάμνω τι λευκόν, ἐπὶ ἀσπρορρούχων ἔνθ' ἀν.: Τά ᾽πλυνα τὰ ροῦχα κὶ τ᾽ ἀχνάτιψα Ἴμβρ. 2) Καθιστῶ τι διὰ πλύσεως καθαρώτατον ἔνθ᾽ ἀν.: Τό 'χου τοὺ πιδί μ' πλυμένου κι ἀχνατιμένου Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA