ἀνατριχιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατριχιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνατριχιˬὰ ἡ, ΜΜαλακάσ. ’Ασφόδ. 156-Λεξ. Κομ. Μπριγκ. ἀνατριία Πόντ (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνατριχιˬάζω.

Σημασιολογία

Φρικίασις προξενουμένη ὑπὸ ψυχικῆς τινος αἰτίας ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδεν τὸ αἷμαν κ᾽ ἐπίασεν ἀτον ἀνατριία Χαλδ. Συνών. ἀνακατσάρωμα, ἀναγρίτσιˬασμα 1, ἀναρριγίδα, ἀναρρίτσιˬα 1, ἀνατριχιˬάδα, ἀνατρίχιˬασμα 1, ἀνατριχιˬασμός, ἀνατριχίλα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/