βροντωλογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωλογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωλογῶ πολλαχ. βροντωλογάω πολλαχ. βρουντουλουγῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρουντουλουγάου πολλαχ. βορ. ἰδιώμ. βρουdουλουγῶ ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. βροντωλοῶ Κύπρ. Ρόδ. βροdωλοῶ Ἄνδρ. βροdωλοοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἐβρονdωλοῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ.

Σημασιολογία

1) Βροντῶ, ἡχῶ ἰσχυρῶς καὶ κατ’ ἐπανάληψιν ἔνθ’ ἀν.: Βροντωλοᾷ καὶ ἀστραφτωλοᾷ ὁ τόπος, ἔναι Θεοῦ χαηˬμὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Βροντωλογοῦσαν οἱ κουμποῦρες Πελοπν. (Βούρβουρ.) Βρουdουλουγοῦσαν οἱ καbάνις Θρᾴκ. (Αἶν.) Βροντωλογοῦσαν ὅλα τὰ εἴδη τῶν κουδουνιˬῶν ἀνάκατα Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,239 || Παροιμ. Χὰν ἔπριπιν’ ὲν ἔβριχιν κὶ τοὺν Μάν ἰβρουντουλόγαν (ἐπὶ ἀκαίρου συμβάντος. χὰν = σάν, ὅταν) Λυκ. (Λιβύσσ.) ’Σ τὸ κακορρίζικο χωριˬὸ τὸν Μάι ἐβροντωλοᾷ (ἐπὶ ἀτυχῶν) Ρόδ. || Αἴνιγμ. Ἄψυχος ψυχὴ δὲν ἔχει κ᾿ ἡ ψυχὴ βροντωλογάει (ὁ κώδων) Πελοπν. (Γορτυν.) ᾎσμ. Ἡ θάλασσα βροντωλοᾷ κ’ ἡ γῆ χαμαὶ βρυχᾶται Κύπρ - Ποίημ. Μόλις ἡ μάχη ἀρχίνησε καὶ γῦρο ἐβροντωλόγα, κ᾿ ἔπεσ’ ἡ πρώτη κανονεˬά, ἄστραψ’ ἡ πρώτη φλόγα ΙΠολέμ. Ἀλάβαστρ.2 226. Βροντωλογοῦσαν ἄρματα ’ς τὰ θεῖα σου στήθη ἐπάνω ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 41. Συνών. βροντολαλῶ 1. 2) Μετβ. κτυπῶ ἰσχυρῶς τι κατ’ ἐπανάληψιν Ἄνδρ. Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Τόση ὥρα βροdωλοῦ τὴ bόρτα καὶ δὲ μ’ἀνοίγουσι Κίτ. Φρ. Τοῦ τοὶς βροdωλόησα καλὰ (ἐνν. τοὶς ξυλεˬὲς) Ἄνδρ. Συνών. ἀστράφτω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/