ἀχνένιος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνένιος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνένιˬος ἐπίθ. (ΙΙ) Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνη καὶ τῆς καταλ. -ένιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ ἄχνης, ἤτοι ἐκ λεπτοῦ ἀλεύρου κατασκευασθείς: ᾽Αχνένιˬα κουλούριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA