ἀρματωλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρματωλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρματωλίκι τό, πολλαχ. ἀρματουλί’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρματωλὸς καὶ τῆς καταλ. -ίκι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρματωλοῦ (σημ. ἀπηρχαιωμένη). 2) Περιφέρεια ἢ ἐπαρχία ὑπαγομένη εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ ἀρματωλοῦ: ᾎσμ. Συλλογιστῆτε το καλά, | γιˬατὶ σᾶς καίμε τὰ χωριˬά, γλήγορα τ᾿ ἀρματωλίκι, | γιατὶ πέφτομε σὰ λύκοι ΣΖαμπελ. ᾎσμ. δημοτ 655. 3) Περιληπτικῶς οἱ ἀρματωλοὶ Λεξ. Δη μητρ.: ᾎσμ. Χαιρέτα μου τὴν κλεφτουριˬὰ κιˬ ὅλο τ᾽ ἀρματωλίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/