βροντωμαχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντωμαχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντωμαχῶ Ἤπ. Κρήτ. - ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 170 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν.2 35 ΣΖαμπελ. ᾌσμ. Δημοτ. 733 ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 228 - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. βροdωμαχῶ Κρήτ. βροdωμαχάω Κέρκ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -μαχῶ.
Σημασιολογία
Βροντωμανῶ 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἄρματα βροντωμαχοῦσαν ποῦ ἄκουγες ἀπόψε ΓΒλαχογιανν. ἔνθ’ ἀν. Τὰ ξυλοκεράμιδα τῆς σκεπῆς ἐβροντωμαχοῦσαν κ᾿ ἐστέναξαν ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Βροντωμαχῶντας τ’ ἄρματα, λαλῶντας τὰ τσαπράζιˬα, ἐμπῆκε κ᾿ ἐπροσκύνησε κ’ ἐβγῆκε κ᾽ ἐκαυχε͜ιότουν Ἤπ. Βροντωμαχοῦν τὰ ροῦχα σου κιˬ ἀστράφτουν νὰ μαλλιˬά σου, χτυπάει τὸ φελλοκάλιγο καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρως ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA