ἀχνιˬὰ (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνιˬὰ (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχνιˬὰ ἡ, (Ι) ᾿Αθῆν. Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μύκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μάν. Οἰν.) Πόντ. ('Αμισ.) Προπ. ('Αρτάκ. Πάνορμ.) Σῦρ. - Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀγνεˬὰ Πελοπν. (Μεσσ.) ἀχνὰ Κάρπ. Κρήτ. Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχνα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀτμὸς θερμοῦ ὑγροῦ 'Αθῆν. Πελοπν. (Λακων.): Ἔβγαινε ἕνας καπνός, μιˬὰ ἀχνιˬὰ ᾽Αθῆν. Συνών. ἄχνα 1. 2) Ὁ κατὰ τὴν ἐκπνοὴν ἀσθενὴς ἦχος καὶ συνεκδ. ἐλαχίστη φωνὴ Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μύκ. Πάρ. Πελοπν. (’Αρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Οἰν.) Προπ. (’Αρτάκ. Πάνορμ.) Σῦρ. - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Φρ. Δὲ βγάζω ἀχνιˬὰ (σιωπῶ τελείως) πολλαχ. Μιλιˬὰ τσ᾿ ἀχνιˬὰ (ἄκρα σιγὴ) Μύκ. 3) Αἰτία, πρόφασις, ἀφορμὴ Πόντ. ('Αμισ.) Συνών. ἄχνα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA