βροντωφωνάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωφωνάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βροντωφωνάζω ΚΠαλαμ. Γράμματ. 1,47 ΣΣκίπη Ἁγ. Βαρβάρ. 20 - Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. βροντῶ καὶ φωνάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Φωνάζω, ὁμιλῶ βροντωδῶς ἔνθ’ ἀν.: Οἱ ἀντίλαλοι ὅλοι μοῦ βροντωφώναζαν τὴν ἀσκήμιˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Μεθαύριο ’ς τὴν ἐκκλησὰ ἀνέβα καὶ βροννωφώναξ’ το ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνων. βροντοφωνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/