βροντωχτύπημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντωχτύπημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντωχτύπημα τό, ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀρ. 309 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βροντωχτυπῶ.

Σημασιολογία

1) Ἰσχυρὸν κτύπημα ἔνθ’ ἀν.: Ἔφαγε ἕνα βροντωχτύπημα κ’ ἔμεινε ξερὸς Λεξ. Δημητρ. 2) Βροντολασιˬό, ὃ ἰδ. ΓΣουρῆς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ἂς ξελυσσάξουν οἱ φωτιˬὲς | καὶ τὰ βροντωχτυπήματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/