ἀνατροχαλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατροχαλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατροχαλιˬάζω, μετοχ. ἀνατροχαλιˬασμένος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τροχαλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ κατακείμενος εἰς σωροὺς λίθων, εἰς τρόχαλα, κατηρειπωμένος: Σπίτι ἀνατροχαλιˬασμένο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA