ἀνατσούλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατσούλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνατσούλωμα τό, Κρήτ. ἀνιτσούνουμα Ἴμβρ. ἀνατσουτσούρωμα Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνατσουλώνω. Ὁ τύπ. ἀνατσουτσούρωμα κατ᾿ ἀναδίπλ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀνόρθωσις τῶν τριχῶν, φρικίασις, κυρίως τῆς γαλῆς ἀμυνομένης ἐναντίον κυνὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Ἀνάπτυξις, σωματικὴ αὔξησις Ἴμβρ. 3) Ἀνάρρωσις Ἴμβρ. Κρήτ.: ᾿Εδὰ ᾿ς τ᾿ ἀνατσούλωμα πρέπει νὰ τρώς καλὰ Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/