ἀχνίδιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνίδιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνίδιν τό, Πόντ. (Κερασ. Οἰν. 'Οφ. Σαράχ.) ἀχνίδι Πόντ. (Οἰν.) ἀχνίδ' Πόντ. ('Αμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχινὸς καὶ τῆς καταλ. -ίδιν, δι' ὃ ἱδ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Ἡ σπονδυλικὴ στήλη Πόντ. (᾿Αμισ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): ’Επιάσε με ἕναν πόνος ἀπέσ' ᾿ς σ᾽ ἀχνίδ’ Τραπ. || Φρ. Κολί’ ἀχνίδ’ (τὸ κάτω ἄκρον τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ κόκκυξ) Ἀμισ. Συνών. ραχοκοκκαλιˬά, ραχοκόκκαλο. 2) Κόκκαλον ψαριοῦ ἐν γένει ἔνθ' ἀν.: Τ' ὀψάρ' ἔ' πολλὰ ἀχνίδ Χαλδ. ᾿Εβγάλλω τῆ ψαρίου τ' ἀχνίδιν Κερασ. ΙΙ Μεταφ. φρ. ἐπὶ ὀξέων τεμνόντων ὀργάνων: ᾽Εκόνεσα τὸ μααίρ' κ' ἐποίκ' ἀτο ἀχνίδ' Τραπ. 'Εγέν’τονε τὸ μααίρ’ ἀχνίδ' αὐτόθ. Συνών. ψαροκόκκαλο. 3) Ἡ θήκη ἡ περικλείουσα τὰ σπέρματα καρπῶν, οἷον μήλου, ἀπίου κττ. Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/