ἀχνίζω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνίζω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχνίζω (Ι) Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,46 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,216 καὶ 226 καὶ 2,71 ΔΜαυροφρ. Δοκίμ. 335 ἀγνίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνός.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἀχνός, ὠχρός, χλομιάζω Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ.: Ἄχνισε ἀπὸ τὸ θυμό του Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. || Γνωμ. Ὁ καλὸς ἄντρας ἀχνίζει κ᾿ ἡ πουτάνα κοκκινίζει (ὁ γενναῖος ἀνὴρ κατὰ τὸν θυμόν του ὠχριᾷ, ὁ δὲ δειλὸς ἐρυθριᾷ) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Τηράζεις γιˬατί ἄχνισα, λές ποῦ ’μαι ἀρρωστημένος, μόν' εἶμαι ἀπὸ τὸν ἔρωτα φαρμάκι ποτισμένος ’Αργυρᾶδ. -Ποιήμ. Ποῦ γλυκοφέγγουν οἱ κορφές, μαυρολογοῦν οἱ λόγγοι, ποῦ τὸ φεγγάρι χάνεται, ποῦ ἀχνίζουνε τ' ἀστέριˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. 1,216 Χίλιˬες ἀλλάζουν ἀγκαλεˬές, φιλήματ’ ἄλλα τόσα, ὁ ἕνας κλαίει ἀπὸ χαρὰ κ' οἱ δυˬὸ ἀπὸ φόβο ἀχνίζουν αὐτόθ. 1, 226. Τῆς ἀχνισμένης ὄψις του σφογγάει τὸν κρύον ἴδρω, παίρνει βαθὺν ἀνασασμὸ μέσ’ ὀχ τὰ φυλλοκάρδιˬα αὐτόθ. 2, 71. Συνών. ἀχνιˬάζω (Ι). β) Κατὰ γ΄ πρόσωπ. χαράζει, ὑποφώσκει, ἐπὶ τῆς ἀνατολῆς Κέρκ.: Ἀχνίζει ἡ ἀνατολή. 2) Χάνω τὸ χρῶμά μου, ξεθωριˬάζω Κεφαλλ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ' ἀν.: Τὸ ροῦχο ἄχνισε Κεφαλλ. || Ποίημ. Τὰ ρόδα μου ἂν ἀχνίσουνε | κιˬ ἀνίσως μαραθοῦνε, νὰ μὴ μὄχῃ παράπονο | νὰ μὴ τόνε πικραίνῃ ΑΒαλαωρ. ἔνθ' ἀν. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὸ χρῶμά του, νὰ ὡχριάσῃ Κέρκ. 3) Λεπτύνομαι, ἰσχναίνομαι Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀτονιˬάζω. Μετοχ. ἀχνισμένος 1) Περίλυπος, λυπημένος ΔΜαυροφρ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) 'Οργίλος, ὠργισμένος ΔΜαυροφρ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/