γεροντόλογα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόλογα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντόλογα τά, Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα 2, 56.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. λόγιˬα, πληθ. τοῦ λόγος.

Σημασιολογία

Λόγοι παλαιοί, ἀναφερόμενοι εἰς τὸ παρελθόν, περὶ τοῦ ὁποίου μόνον οἱ γέροντες δύνανται νὰ ὁμιλοῦν: Ποίημ. Τὰ ἄγρια τ᾽ ἀνήμερα στοιχειὰ γιˬὰ ἐμᾶς τάματα κάνουν, γιὰ ἐμᾶς χτυπᾷ ἡ καρδούλα τους. Καὶ ᾽ς τὴν κορφὴ βαλμένη μύθους καῖ γεροντόλογα θὰ μολογᾷ ἡ γριά μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/