βρούζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρούζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρούζω Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.) βρούζου Εὔβ. (Ἄκρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρούζα.
Σημασιολογία
Κάνω θόρυβον ὁμοιάζοντα μὲ ὑπόκωφον καὶ συνεχῆ βοήν, βουΐζω ἔνθ’ ἀν.: Βρούζ’ τὸ τσεφά’ μ’ Στερελλ. (Δεσφ.) Τὸ μαγγάν’ βρούζ’ Στερελλ. (Ἀράχ.) Οὑ μύλους βρούζ’ μέρα νύχτα Εὔβ. (Ἄκρ.) Βρούζ’ τὸ ρέμα, ἔφερε κατιβασιˬὰ αὐτόθ. 2) Βρίθω Στερελλ. (Δεσφ.): Ἐβρουξ’ ἡ ψέρα δῶ μέσα ’ς τὸ κονάτσ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA