γεροντολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντολογῶ Λεξ. Βλαστ., 58 Δημητρ. γεροντολογάω Λεξ. Δημητρ. γερονdολογῶ Ἀστυπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –λογῶ, διὰ τὴν ὁποίαν βλ. Γ. Χατζιδ., Ἁθηνᾶ 22 (1910), 247.

Σημασιολογία

Γεροκομῶ 1, ὃ βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄχ γάδαρέ μου, γιˬατί νὰ σὲ πουλήσω, ποὺ σὺ μ᾽ ἔκανες ἄθρωπο, καὶ δὲ σὲ κράτησα νὰ σὲ γερονdολογήσω; (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/